Υπεράνθρωπος - Διήγημα
75 pages
Greek, Modern (1453-)

Υπεράνθρωπος - Διήγημα

-

Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe
Tout savoir sur nos offres
75 pages
Greek, Modern (1453-)
Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe
Tout savoir sur nos offres

Description

The Project Gutenberg EBook of Superhuman, by Konstantinos ChatzopoulosThis eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it,give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online atwww.gutenberg.netTitle: Superhuman NovelAuthor: Konstantinos ChatzopoulosRelease Date: February 27, 2010 [EBook #31437]Language: Greek*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SUPERHUMAN ***Produced by Sophia CanoniNote: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changedotherwise. Bold words have been included in &&.Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλαπαραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗΚ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915 ΛΟΓΟΤΕΧΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗΚ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣΔΙΗΓΗΜΑΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915Υ Π Ε Ρ Α Ν θ Ρ Ω Π Ο ΣΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΕίτανε τον καιρό που διάβαζα να δώσω εξετάσες στο Πανεπιστήμιο. Πολεμούσα να μάθω απόξω τους ορισμούς και τιςδιάκρισες από τις διάφορες Δουλείες — ένας από τους σοφούς που θα μας ξετάζανε απαιτούσε να του απαντούμε με ταίδια λόγια του βιβλίου του — όταν άνοιξε άξαφνα η πόρτα κι ο ξάδερφός μου Νίκος Γκάβρας χύμησε στην κάμαρα:«Είμαι τελειωμένος — θέλω γλήγορα καφέ. ...

Informations

Publié par
Publié le 08 décembre 2010
Nombre de lectures 47
Langue Greek, Modern (1453-)

Extrait

The Project uGetbnre gBEoo k Soferupmahu bn,oK yatsnnitnC soopouhatzhis losT ksiBeoot ehf rof  ose u aneyoan erehwynoc on tati hlaomtsa dnw strictiost no reeveoY .rw snstahy op,git mou cayror aw ytia vi eer t unde ite-us eht fo smret ehernbteGut ecojPrw de htisihtoBe Lig nsceine udclwwg.tuneebgrn.teok or online atwίτανΕοπ υρι ό νακ εοτω ώσ δναα αζάβδιναΠ οτσ ςεσάτεξε όιτ ςπαφάρο ςιδουλεες Δ ένίες τ όπα ςαοφοσ ςυο θου πύςξες μαα πεσιήτιμ.οΠ λομεούσα να μάθω απότ ωξ ςυοσιροςύομαι κις τάκδισερικ ατρόπ η ανφαξάε ιξνο άανότ υ ςαχ άκρβςοΓ Ν κί μουρφόςξάδει ο ναπαμύοτ αν  υοτιτπασεούζατά ανελβοί υοτ αοτ υιβδια λόγιε με ταί Αι.όραπ σκαβηνέ αισί ιαβ οτ όπαα μοεσέν. ΤοναχάθΑνήητ νδ  ω ααν«Εα:αιίμελ τωμεισημύτσ εκ νηραμάορα καφέ. Έρχουμνέςο θ λέ ωλγγήνοείξας εν, εκώ  οτσβερκθώλπ εκηήγα κι άηθούμε.Πακιμένοταναψτ  οκωσηλοκαα  νσωτάτεριαχ αν ιακ ώθύγω»ναφει ξαβράδρπφοιρ νεππ  ,ίε
Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words have been included in &&. Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
;υοσ άτνρ ένοτ »
Title: Superhuman Novel Author: Konstantinos Chatzopoulos Release Date: February 27, 2010 [EBook #31437] Language: Greek
α.ησώτ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915 ΛΟΓΟΤΕΧΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ
Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΔΙΗΓΗΜΑ
ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ 1915
Υ Π Ε Ρ Α Ν θ Ρ Ω Π Ο Σ
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK SUPERHUMAN ***
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ομ.υτά ιν ναΠ«ςαης ταλάβθήκοα κα
«Ποια καθήκοντά μου;» απάντησε αδιάφορα. «Μην είταν άλλος Νίκος Γκάβρας;» Δεν είταν πολλές μέρες που είχα δει στην εφημερίδα πως διορίστηκε γραμματικός της Εφορίας στα Σάλωνα. «Ουφ! Αηδίες του πατέρα μου. Με ξευτέλισε χωρίς να με ρωτήση». «Ώστε δεν πας;» «Αυτό δα μούλειπε!» «Τότε για πού με το καλό; Είπες, φεύγεις απόψε». «Φτιάσε πρώτα τον καφέ κ' έπειτα σ' τα λέω. Είμαι κατακομμένος. Δεν έκλεισα μάτι οληνύχτα. Σα να μη φτάνανε οι κοριοί, είταν και τα βόδια αποπάνω από το κεφάλι μου. Καλά κάνω και δεν ταξιδεύω ποτέ με το παλιοβάπορο». «Τι, με την «Πάρο» ήρθες;» «Μ' αυτόν το διάολο. Αφού φόρτωσα τα καπνά μ' αυτό, μου δώσανε μπιλιέτο τζάμπα». «Ποια καπνά;» ρώτησα ενώ του έδινα τον καφέ. «Πάω με καπνά στη Σύρα», είπε κι ανασηκώθηκε. Τον κοίταξα: «Με καπνά στη Σύρα;!» Κούνησε το κεφάλι: «Έλα, φέρε ένα τσιγάρο», είπε. Του έδωσα το πακέτο μου με τον καπνό. Μα το πέταξε πάλι στο τραπέζι. «Δεν μπορώ να στρίψω. Στείλε να μας πάρουν τσιγαρέτα». Βγήκα στο παράθυρο και κοίταξα μην περνά στο δρόμο κανείς λούστρος. Δεν μπόρεσα να δω κανέναν. «Αδύνατο να πιω καφέ χωρίς τσιγάρο», είπε πάλι. Αναγκάστηκα να φωνάξω τη νοικοκυρά μου. Της έδωσα ένα μονό και την έστειλα στο καπνοπωλείο, που είτανε στη γωνιά του δρόμου. Ο ξάδερφος μου σηκώθηκε και περπατούσε αμίλητος πέρα δώθε στην κάμαρα. Είτανε κοντά στην πόρτα, άμα σε λίγο ήρθε η νοικοκυρά με τα τσιγάρα. Τα πήρε από το χέρι της, της άφησε μια δεκάρα από τα ρέστα και πέταξε τάλλα απάνω στο τραπέζι. «Εμπόριο λοιπόν», του είπα. Άναψε ένα τσιγάρο και ξανακάθησε μπροστά στον καφέ του. «Εμπόριο, ναι· πώς, δε σ' αρέσει;» «Ταιριάζει με την ποίηση πιότερο από το υπαλληλίκι;» «Η ποίηση είναι ζωή κ' η ζωή είναι εμπόριο», είπε φυσώντας τον καπνό σε ψιλά, ψιλούτσικα στεφάνια. «Τι με κοιτάς; Δεν το καταλαβαίνεις;» Σηκώθηκε, έσκισε δυοτρείς φορές την κάμαρα, κοιτάζοντας το πάτωμα και καπνίζοντας· έπειτα πέταξε το τσιγάρο του από τανοιχτό παράθυρο και στάθηκε μπροστά μου: «Τι με κοιτάς;» «Που πέταξες το τσιγάρο. Δε σ' αρέσει ο καπνός;» «Δεν καπνίζω ποτέ τσιγάρο πέρα από δέκα ρουφιξιές». «Κακό συνήθιο για έναν έμπορο. Το εμπόριο θέλει οικονομία». «Κολοκύθια! Προϊστορικές ιδέες! Αυτού βρίσκεται ακόμα το εμπορικό σου δίκαιο; Το εμπόριο είναι έμπνευση, πες του καθηγητή σου. Τόλμη, κίνδυνος σαν τη ζωή. Γι' αυτό είναι ποίηση· με νοιώθεις;» «Πώς όχι! Μόνο πού βρήκες τα κεφάλαια δε νοιώθω». Χαμογέλασε: «Αυτό είναι ίσα ίσα η τέχνη», είπε. «Έβαλες στο χέρι κάνα σύντροφο;»
«Τον πατέρα μου». «Άρχισε πάλι ο θειος τα εμπόρια;» μου ξέφυγε ο λόγος ξέροντας πως ο πατέρας του είτανε καταστρεμμένος έμπορος. «Αυτή τη φορά μονάχα. Θα του δώσω τα μισά απ' ό, τι βγάλω», είπε ο Νίκος. «Κ' ύστερα θα ξακολουθήσης μοναχός;» «Θα δω· α δε βγάλω περιοδικό». Τον κοίταξα με κάποιο ξάφνισμα: «Έχεις πολλά καπνά μαζί σου;» «Πενήντα τόσα δέματα». «Πολλές οκάδες;» «Εδώ έχω τη φορτωτική», είπε κ' έδειξε την τσέπη του. «Και δεν κοιτάς να τα πουλήσης εδώ; Ή έχεις πιότερες εμπορικές γνωριμίες στη Σύρα;» Δε μου απάντησε. Ρούφηξε ακόμα μια φορά το φλιτζάνι του και ξαπλώθηκε στο κρεβάτι. Κοιτάζοντας το ταβάνι μουρμούριζε κάτι μέσα από τα δόντια του. «Ε, δεν είτανε καλή ιδέα;» γύρισε και μου είπε άξαφνα σαν περάσανε μερικές στιγμές. «Ποια ιδέα;» «Να κάμω εμπόριο». «Λαμπρή· μόνο που δε θυμάσαι πόσο πράμα έχεις μαζί σου». «Εδώ έχω τη φορτωτική, γελοίε!» Έβαλε το χέρι στην τσέπη κ' έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά: «Θα την έχω στη βαλίτσα», είπε αφού έψαξε και δεν τη βρήκε. «Εκείνη εκεί δεν είναι;» ρώτησα δείχνοντας ένα μαβί χαρτί διπλωμένο στα δυο. «Όχι», είπε ανοίγοντάς το. Είδα πως είτανε στίχοι γραμμένοι με μολύβι. «Άσε τότε τη φορτωτική και διάβασέ μου το ποίημα», είπα. Με κοίταξε κ' έπειτα κοίταξε στο χαρτί: «Πρέπει ναλλάξουνε καναδυό λέξες. Τόγραψα βιαστικά σήμερα το πρωί». «Στο βαπόρι;». Κούνησε το κεφάλι: «Σα δεν μπορούσα να κοιμηθώ, ανέβηκα πάνω ότι θαμποχάραζε. Δε φαντάζεσαι τι μαγεία, τι μυστήριο που είταν το ξημέρωμα. Τάστρα τρεμοσβήνανε· τα κύματα, τα βουνά στο μάκρος — !» «Δε μου διαβάζεις καλήτερα το ποίημα;» Το δίπλωσε και τόβαλε στην τσέπη. «Έλα, διάβασε το τώρα· μην το βάζης μέσα». Με κοίταξε μια στιγμή λίγο δισταχτικά. Έπειτα: «Άκου να σ' το πω λοιπόν», είπε και βάζοντας το ένα πόδι απάνω στάλλο, άρχισε: «Πριν το δάσος να φωτίση, πριν ξυπνήσουν τα πουλιά, τρέμει τάστρο για να σβήσει στα κατάχλωμα μαλλιά, με προσμένει εκεί στη βρύση το παιδί του βασιλιά». Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. Έπειτα ξανάρχισε, χαμηλώνοντας βραχνά τη φωνή: «Τι σου αγάπησε, θλιμμένη, το παιδί του βασιλιά; Τη φωνή μου τη χαμένη και τα ξέπλεκα μαλλιά. Μιαν αυγή θαμπή του Απρίλη μ' ηύρε μόνη στην πηγή και μου φίλησε τα χείλη και μου πήρε τη φωνή. Και μου ξέπλεξε στον ώμο τα κατάχλωμα μαλλιά. Μη με βρη η αυγή στο δρόμο, μην ξυπνήσουν τα πουλιά». Έπαψε και με ξανακοίταξε. «Είναι το ποίημα, που είπες πως έγραψες την αυγή;» ρώτησα. «Ναι». Μα δεν άκουσα ούτε βουνά, ούτε κύματα, ούτε — »
«Μην ήθελες νακούσης και το ρουχαλητό των Αρβανιτάδων, που κοιμόντανε στο κατάστρωμα; Ειρηνοδίκη!» Γέλασα: «Με συμπαθάς· δεν καταλαβαίνω πολύ από ποίηση», του είπα, καθώς είναι κ' η αλήθεια. «Την ποίηση την αισθάνουνται· δεν την καταλαβαίνουν». Σηκώθηκε και περπάτησε πάλι στην κάμαρα με σκυμμένο το κεφάλι. Έπειτα πήγε στο παράθυρο και στάθηκε, θωρώντας όξω και μουρμουρίζοντας: * Μη με βρη η αυγή στο δρόμο, μην ξυπνήσουν τα πουλιά». Τον κοίταξα. «Έλα, σήκω ντύσου νάβγουμ' όξω. Βαρέθηκα εδώ μέσα», είπε άξαφνα, πετώντας το τσιγάρο του άμα γύρισε και μ' είδε. «Πού θες να πάμε;» ρώτησα. «Να φάμε! Πεινώ· κοντεύει μεσημέρι». Πήρα και ντύθηκα και σε λίγο είμαστε στο δρόμο. Έτρωγα σ' ένα από τα μικρά ξενοδοχεία της Ομόνοιας κι ο ξάδερφός μου με ακολούθησε εκεί δίχως αντιλογία. Η χινοπωριάτικη μέρα, σκουντουφλιασμένη κ' έτοιμη για βροχή την ώρα που μπήκαμε στο ξενοδοχείο, είχε ξαστερώσει πάλι σαν αποφάγαμε και ξαναβγήκαμε όξω. Κλεισμένος καθώς είμουνα πολλές βδομάδες, μια κ έχασα το διάβασμα ' εκείνη την ημέρα, μου ήρθε όρεξη νανασάνω λίγον καθαρόν αέρα. «Δεν πάμε σε καμιά εξοχή;» είπα του Νίκου. «Πάμε πρώτα ως το Σύνταγμα. Τρέξε να πάρουμε το τραμ», απάντησε και τάχυνε το βήμα. Το πήραμε και μας έφερε στο Σύνταγμα. Πρι να σταματήση, ο Νίκος πήδησε και μπήκε σ' ένα από τα καφενεία εκεί. Άμα σε λίγο μπήκα και γω από την άλλη πόρτα, τον είδα που έστεκε και κοίταζε στα τραπέζια γύρω του, σα να γύρευε κάποιον. «Ούτε από το τραμ να πηδάς δεν έμαθες ακόμα», μου είπε όταν τονέ σίμωσα. «Θες να καθήσουμε;» «Όχι», είπε και κίνησε κατά την πόρτα. Καθώς βγαίναμε, μου έδειξε ένα μεσόκοπον κύριο, που καθότανε μοναχός σ' ένα τραπέζι και διάβαζε εφημερίδα. «Ποιος είναι;» τονέ ρώτησα. «Ο λόγιος Καραβέργας. Δεν τον έχεις ακουστά;» Στάθηκα και τον ξανακοίταξα με τρόπο. Δεν είχε απάνω του τίποτες φανταχτερό, που να τον ξεχώριζε από τους συνηθισμένους ανθρώπους. «Τι γράφει; ρώτησα. » «Πολλά και διάφορα». «Είναι καλός;» «Ο καλήτερος για το πούμπλικο. Περιγράφει καταλεπτώς, δεν αφίνει τίποτες ανείπωτο. Νοιώθει την τέχνη σαν και λόγου σου». «Δε γνωρίζεστε;» «Γνωριζόμαστε, μα κάνει το σπουδαίο. Άμα με είδε από τον καθρέφτη που έμπαινα, ζύγωσε την εφημερίδα κοντήτερα στα μάτια του. Με το ψευτοσοβαρό κοιτάζει να κρατήση τη θέση του στην τέχνη. Ας πιάσω δυοτρείς χιλιάδες στα χέρια μου και βλέπεις πώς τους βάζω στη θέση τους όλους τους παρακεντέδες». Περάσαμε στο αντικρινό το πεζοδρόμιο. Έφερε μια βόλτα και τον άλλον καφενέ και ξαναβγήκε, σέρνοντάς με κατά την πλατεία του παλατιού. Καθώς πηγαίναμε, άξαφνα κατέβασε το γύρο του καπέλου του και σήκωσε το γιακά από το σακάκι. «Κρυώνεις;» τονέ ρώτησα. «Ο ήλιος καίει, διάολε! Δεν εννοεί να χειμωνιάση», μουρμούρισε και κάνοντας δυο μεγάλα βήματα, με άφησε πίσω του. Ακολούθησα κοιτάζοντάς τον. Ο ήλιος δεν έκαιγε μονάχα, μα γιάλιζε κιόλας αλύπητα την τριμμένη φορεσιά του. Οι αγκώνες λίγο θέλανε να τρυπήσουν και κάτω στις άκρες του πανταλονιού του γνώρισα την ιδιοτροπία της θειας μου να μη μαντάρη ποτέ της φάγωμα με το ίδιο το χρώμα του ρούχου.
οτσ ύκ ν ολκβ οτκερήερ πτόιτΑπ.«νά ωτσνηώ αρή θρες, Μαινάλκα», ε ςοκίΝ Οσ εσηθάκκαα μιε καα κλρέσ οτ ιωγ ιοτπ άλα μευ. Ντήση συσαβδιειάζοςσβας μγρύοδ οι οτ νιακ».ράμα τουουρφδέξαυ τοε ίποτ όπα ςανέ υομ ενουθούμυγκαυς σλΦίοημ ς ΟέΘ:ς« ου μουρφλατάΚα.  όπα ωτάέδαξ υοταπάν παραρακω ήπςέέ ερισθαόμανβ  μιάλιαλκαά φοι ετόσ,ιορ εμ ρκαμσκυφτοί οι περισμωίο ,δανύταιο ,.ικάτσυομ οτ ονέσμριου ξνεχαείς τ υολόιοωπ ςατ να είμάτι σταπολύ εση οιπ υομπύτχο ίνυ ποκαν κει άιλ γοωί ιεσφ λωίχα πέσεβα πως εγαάκοτ ν εακιλσανέ φι τοε.Μοίλησ ατέκαζ ί άιρκαμ τμεα σι, ναγόο  ,εμμ ύοισμ τυρεό και με σταχτιάαμ αάιλλυοπ άιομνεζααν σερ πκαούέξι ίτανΘα εζι.  .λΧένιοτφ άςωε απι έρ χτοο όν μέπαρτ οτ όπα ωνάέση του,από τη θ υπάωλεσπ ρα άοτδες κον χανάνα έτόλο αλεθήνυ εκημόκατσ αάτφ  ιεσείν μεχαΔεα  νρώπονή αρωπάσητάματσμ νεΔ«.εότανου, φνα  άξαιν ά ηωγρδμόοτ υ βπεονάζς τα χτοσιρύακ εομ ιίε υαι η αναπνοή», γοφορ ·ομ υιπνάτενέβω.Κάθνόημα ναιαμ νέ αέ ακεμκ αι κου μ' απτάαυ 'σ  ανέήΠ.ηεσηδφτάσρωτονα ποιο ςαπ  ειμενμ έραξ τιαάξαμο δυι κα ,άνιρκιτνα ςαλό ςίεεχγ ένεψ ιικου πω· μα εκείνοκέ , αμαιλάπτ ανε υμονσταφ κέ»ενεμν « άΠήθοσ αακμπρά το του.τσο π ωσήθηοςατνονάι νσαληθέ βνέτοα  ,ων αιμρεπ ίεμι ακιόςυτιγστ, μήπ ελώρωσε πί εανά και να τοναμαξ ενόιοπ εσ ώθημυου Με.αμήσαταμστοΚωλοτ υυο ςρδμόνα θγια ου, νακίρωα σωτήεν.Δου ταπ ςέξαρτ ωρ ςυοαμαξά να μας πάη ,ύοεττ λόημασν  άεν Δε.καα υσκοε υοπ άλ υοτ επίκοντησα υ καά τοα άμ ιοτνίσηιξκ α ερΉξ. τεποτίι εσύοκα αχίε νεδ ούς.υρετπό πρε αόπεφςωυ αχπ ομάν νχατοα ταάνΕί».Α«»;π όπ όπΑετόπ Ως τότεες μόνο.ογςυμ νήένδ  ωίλςεθαπέ ι ιτ,Ό«»;ι»σαείς  ττεΤό.«θσαμιαα »ς«.ιτόκα».«πάντ«ΕίμΤι;»άραΠεγαφ ,»ςρυομι έρο στήθστ.«οςοκτίξα:ε« σΑετοίμούρισα.Με αγριορύσιναγαιαξ αμκ άνονδαγκίθε ε κεοΤ.αιλίεχ ατ ςατι καα ηκήθυπ λνέν  αοτ υ,»έ ακαμ είσαι βπω.«Ουφ,μηακ»ενέτερα ,ςό αψετοπόμ', κο έτου.ιάς ε δε«Τότερεπ νπέκεετν  αιςστς θήνηκίυγ σ υοτ ςεσυοίροπμε Σ'αυτούς και στ οοπηιιτόκτ υοφ ικυσέρό χνριτηα ωλχ αδάμςητ ρωθ ε λίου.Στάσαγο φοτμ ση εοσμ ρπτάύτμοα  τάφι  κρα »!είαδυεσωβάρτΣτην πόρτα του κα αηψήλμ ρπσοάτσ κιδάε  μα μιύκλεσ εμνέ 'ακ αενεφΤ οζζίςαΛ υοτ ςηκάτιχει ης έλο τεγόμαχ οτ ιαΚ .άλιτηανν τη σης τενάρ»!Χ«μ ςετ  αόδια τηςΚαι τα πηνυο«.ήθ ςίρκ ανίπ εχωε ντκό»,αςαμΆ .υοτδίε νοτ ασαν, ανανήκωθηκισ αεξί α τυακ'τκαι ούς ντά γωκοικ ς αλόόληψλ ,ςνόιγ μς,κόε ινκκ ελόιοκ ιατ νοπ ροσδεχτήκαν, έναοςκλκύς να.Έκαεύθακ ενατίε ιοέν σιδεύση α βρι μιητλ ιάσ  αλπέρινοδεζμιρό σξω πτοτ ςοηβάρΟ .οκίΝ σ' ένα αισμένοι παζέαιό όπτ  αρτΕί. νεταιδφατερόεμαξορπ ατ ςωνάπφορο τώρα ξέχασεορ ςακ ιτσνοα ήνν ιόποε  τεςαμέκμθσά οτ Σ«.υοτ α τοντα»;τησαέ ρώύστνσό οίβιζμο η εκήμ εσακ απμ ιγλε ορήγατ κηκέβί ισ αεμεπίρεμαν.Θα τον ια πόρτα.εκήγβαναξ υοπ οόσα ρττατέα ρί ταρήβιατ υοκ οσμ πράττο μασε  Έπι ήνέ αοδλυκι όπέλενε τη μπασιά. μ αΣε ςα εδίομαχλαγέ.Οσείκ Ν σοςεκ«.άτηθέρεσ'Σα ρώτηι;» λέποσα β οτ ςατνκιτατσκε«Τυ.τοό ιάλλμαα  φίλο κα.«Σ' έναφρ»ο«.τΣ ιυσάνεδή ς ο στ ΜιςσεούυΟ«»ά ,φόπμε;οιρτοπίοινοις κσε τομ υ»έ ,ασλχςε ,ε .Σματοπό απεείτχιονα ατρόπ αιμ
  • Univers Univers
  • Ebooks Ebooks
  • Livres audio Livres audio
  • Presse Presse
  • Podcasts Podcasts
  • BD BD
  • Documents Documents