Η αγάπη (Τριλογία)
25 pages
Greek, Modern (1453-)

Η αγάπη (Τριλογία)

-

Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe
Tout savoir sur nos offres
25 pages
Greek, Modern (1453-)
Le téléchargement nécessite un accès à la bibliothèque YouScribe
Tout savoir sur nos offres

Description

The Project Gutenberg EBook of Love (trilogy), by Christos ChristovasilisThis eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it,give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online atwww.gutenberg.orgTitle: Love (trilogy)Author: Christos ChristovasilisRelease Date: May 9, 2010 [EBook #32304]Language: Greek*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK LOVE (TRILOGY) ***Produced by Sophia CanoniNote: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has notbeen changed. Bold words have been included in &. Words in italics have been included in _. Footnotes within noteshave been placed immediately below the note and have been indentedΣημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί ηορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρεςπερικλείονται σε _. Σημειώσεις μέσα στις σημειώσεις έχουν τεθεί ακριβώς από κάτω από την σημείωση.Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΗ ΑΓΑΠΗ (ΤΡΙΛΟΓΙΑ)Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ - Η ΑΝΕΡΑΣΤΗ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. Α. ΠΕΤΡΑΚΟΥ 1906Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣΨηλά σε ράχην ώμορφη και δεντροστολισμένην, Οπούχε κάμπους γύρα της και λόγγους και λειβάδια,Και βρύσες δέκα τέσσερες, εφτάκρουνες, δροσάτες, Με κάνναλες ολάργυρες και γούρνες μαρμαρένιες,Είταν ‘νας Πύργος πάμπαλιος, χίλιων χρονώνε πύργος, ...

Informations

Publié par
Publié le 08 décembre 2010
Nombre de lectures 67
Langue Greek, Modern (1453-)

Extrait

The Project uGetbnre gBEoo k Lofe ovri(tgylob ,)hC ytsirC sotovahrissThisilioo k sBerot sif  ose uheneyoanf rehwyna  on ta ew ti hlaoctsa dnrestrictmost no eost.revsnoiahw op city ou Yay m yroa aw etig,vinderit uuse  re-ht fo smret eht nbteGut ecojPre dedutiw ht he sig erceLie nsclinwtwwg.tuneebgro.Book or online argηλά Ψάχηνσε ρ ηφρομώ τνεδ ιακισολστρο Ον,νημέ,ςετάσορδ ,ςενυοκρτάεφ, εςερσστέύονριαγ ςεκ γρρυ ολάαλεςκάνν Με λ ιαογγότ αρκ ςηουμπγύς ύχποκάε ςεδ κέ ααΚ ιρβσύειβάδια,υς και λτος ουίχυοατπλυ εχύοΠ ,ςοτ ςυοτ μένοχτισΠράσυς, εγορςύ ,αροχςύβ,ανίτνα Πύς οςργμ ςεαμραινέρΕ,ςεων χρονώνε πύργοπ μάαπιλςο ,ίχιλρήντσι, λλφυχοη έμσα ,ηνορηδπεκσιές φραγ μεσιδηρθ ρύ αίδέμανΚ ια Υς,ουένυμντς ούαρυθάραπ αληψρέπράσιαταπς, κινουικσσμ  εκ ιαονςυαποιιρώνοκ αισαρ σά,νκτομοόσακ ξελσιήτμ  εετρτκαόσιες δούλες, Ωράπ ηνέμωιαΚ ,ατνκάα έσ μ κανντθο αλκάΠτννέ ηιεμσβουβκαι νταλή,μαλφγορε ήνι ότσ ηόν αυγερον λαμπρΚ ςοτ ια ιράθήτστοι γγφεωπόσκαο  ορπή ιλτ νούοεχα, Πατέροθυγοναχμ ,οδιαπόγηρ ,ονγοάγηγ Ρη,ένσμους στες πλατύχωρε αρτγιρυζίυο νεΜ  τινάφλυε  ντάό Π νηλν ητατχύους άλυσνα, δεμέυκλλαισ οτςυάισ ιο λιάνν γιαάρντητ άιταμε ιΚ ,ςυχη στ ύεται ήσ ανοιεερ,νΓ αιν άρηκτώι ο  Τλλπαερκ ιτάβχόλοοσυρ θα  Πουένο,ινεμοιαπχολι,οτ ομφρκοοιν τηη  γτη σέτοπ ενατνόκσιρβρασορτμωνέςε ,αΝς αυλές, τεςμαρμ,ηνενασ ιπμ μετση  τλάφυκον άμιμνυμ μέοπλαόλσέ α φίλένοιΜην οι, νητ ιακ υοξάπρα  κι,λοφυοίτρεχι οπ έταπμ οπ,ανάίρΜο αες.ραι  Οακδρςετ  ικσηλόρε μοιράνην είχανθάμ ναυοΠ )1(,ιετηη ύχ την τνεαιιριζρύ ο οαμ,ςτ νε τΘάχαης, κό τένυμ Νη,τώα ιρπαγ εντ αιιρίαςητ , να του άνοιγετυοΠ ρύογ υηΤθ ρύκαν τηα στεικλτά ίζαμ ,ηκ νητ εμά τηαρδιταν ς.Είηρο  ηόΚνα ηάλφρ ται κνεχαΘά, ξωέ νογρύΠ νοτ όπαμήν στιγμια και ιαενέ γβ να )ιΚν,ζεσο όθαί μαλίοτ ιμωψ τύολαΚ ηρα της π τ άπειτ ςηκ ιανοΠ ρύογαρίομ ητοτ ,ςητ (Τ. εύσε αθέμηνομανακ ι αοζήχθ γονέους της ους ανομτ ήχζ ςηεσύονέγος ους τηι κα ςΚέ αχεστ υο ς μαύρο ριζικό τη ιάπ ααΚλκμάτ  οκοτετη σμεςσντα αιτάμ ατ εναύερ λύποο  τπο, ης ττνςακ λαηρ ,έξορρο ριζικά το μαύλφυταθ ηάινιόεθ  ΚιΚόη ού ζ. σεέπαιιον άντρρν  ςικ αητό οπ ναό ιρκαν  ζαν κιιΚ ,εσύοοπό να ώμορφος, γερός κιαπ λαηλάκιρ ,αΘν ιοαπαγσεούεν Δτίε ξάνα ςοι ικτάμο πεν, τηρφηςςηΚ αρΤ τ ςηρόςηλοΆλς,ρημέαλστι συοκαξ ςόΚ ςηνέμπαλληκάρι.Προξενφρςο ,εγόρ ςακ ιν τοργΠύκαο μέθεδάτηπ ςευεζέσ να ήακταλο νΑνοσ ρισκανεύτρα ε άνομώ ικςοιξά ενί εναυ Πο, σηΔύι πμτο,εμ νέ ωξάκεν έβγαιό της, Δγ ιαυερύέμσιΚ ηνανντλε κ όνθοκάή ολυοπόικ ,ελεθ κδέου αφ έναν ,λΑνέητεθελλή ον κ άξιμορφι ώ,ςεδιΚ εκε  ηνίντπάαρα ντνώε ανοτλ γό οητ ςανδ ώση, Κιουδέ ρηγύστοζηη  ται κνευεληζ αιΓηφύν να, γιουλαηγόπτά ρνεάτ ςφατώυο αρπχοάρεςντι νο απηρ όεδάγικ ,πα  Και προς άλλοι,ςηφ ρέανεξινςέτ Κόρη
Title: Love (trilogy) Author: Christos Christovasilis Release Date: May 9, 2010 [EBook #32304] Language: Greek
*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK LOVE (TRILOGY) ***
Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. Words in italics have been included in _. Footnotes within notes have been placed immediately below the note and have been indented Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες περικλείονται σε _. Σημειώσεις μέσα στις σημειώσεις έχουν τεθεί ακριβώς από κάτω από την σημείωση. Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗ Η ΑΓΑΠΗ (ΤΡΙΛΟΓΙΑ) Ο ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟΣ - Η ΑΝΕΡΑΣΤΗ - Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ Π. Α. ΠΕΤΡΑΚΟΥ 1906
Produced by Sophia Canoni
ηζελέμην .ιΚ  ης τηα ώνλυπον τητ ςίρωΧ βαρρα νηροξεοι πδες,νητάύγιρον ιλό αζ ναμιαέμαρδύογΚ ,ικόλυρα τ σαι γτοομφράικ  ,τσνηω η δύναμημένη, Στυοκιο νητ ηλό συ τοι ίρταη έχν  αημοΠνυιρ ,ηλάκ παλ καιερόνο, γ
κάθονταν κλειστή, πικρή και μαραμένη, Κι’ ως που να βρη το ταίρι της κατά την αρεσιά της, Καθώς αι μαύρες Μοίρες της την είχανε μοιράνει. Τρεις ώρες εστολίζονταν ακέριες κάθε μέρα, Μπρος σε διαμαντοστόλιστον κι’ ολόχρυσον καθρέπτη, Και ξένταε και χτένιζε μακρυά μαλλιά και μαύρα, Με διαλυστήρι ολόχρυσο και λεφαντένιο χτένι, και τάπλεγε μακρυά-μακρυά και τάφκιανε πλεξίδες, Σταυροδεμένες ώμορφα στη μέση στη χωρίστρα. Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες…. Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα. Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και « παλληκάρι, Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη » βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι; « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου. » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να καβαλλάη τα θεριά, να πιάνη τα λιοντάρια, » Να ξελακκόνη τα βουνά και να τ’ αναμοχλεύη. » Και μες στ’ αναμοχλέματα ποτάμια να γυρίζη; « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να μάση χίλια αγριόγιδα και να τα κάνη στάνη, » Να τα βοσκάη στους γκρεμούς, στα πλάγια να τ’ αρμέγη » Να βγάζη τ’ αγριοβούτυρο, να πήγη τ’ αγριοτύρι; « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και  παλληκάρι, » Νάχη φωνή τον κεραυνό κι’ ανάσα τη φουρτούνα, » Να τραγουδάη και νάρχωνται τ’ αρκούδια να χορεύουν, » Κι’ από τη ζήλεια την πολλή τ’ αηδόνια να σωπαίνουν; « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Σαν τέτοιον άντρα επιθυμώ, σαν τέτοιον άντρα θέλω, » Να δώσω την αγάπη μου, να δώσω την καρδιά μου, » Και τη χρυσή αρραβώνα μου, την πολυγυρεμένη, » Που χίλοι την εγύρεψαν και χίλιοι την γυρεύουν » Και χίλιοι φαρμακώθηκαν πο την πολλή τους λύπη, » Κι’ ακόμα δεν την έδωκα κι’ ακόμα δεν τη δίνω, » Γιατ’ όσοι μου την ζήτησαν και την ζητούν, κανένας » Δεν είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Όπως το θέλει η Μοίρα μου, το μαύρο ριζικό μου.» [?] διαλάλημα, της Κόρης το τραγούδι Περνούσε λόγγους και βουνά και θάλασσες και κάμπους, Και σαν αγέρας χύνονταν στη γη την οικουμένη, Κι’ όλος ο κόσμος τ’ άκουγαν, χωριά και πολιτείες, Και στέναζαν από καημό τα παλληκάρια όλα, Και δάγκαναν τα χείλια τους και χτύπαγαν τα στήθια, Και πέφτανε σ’ απελπισιά δεινή, γιατί κανένας Δεν είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Νάχη τα τέσσερα μαζύ: αξιάδα κι’ ωμορφάδα, Υγεία και παλληκαριά, και να μπορή να κάνη Της Κόρης τα θελήματα και τα διαλαλητά της, Πώλεγε το τραγούδι της στον ήλιο στον τρισήλιο. Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας,(2) Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι…. Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη. Στο δρόμον οπού πήγαινε, πεζός κι’ αρματωμένος, Χαρούμενος και γελαστός, με την καρδιά γεμάτη, Απώναν πόθον άρρητο και μια μεγάλη αγάπη, Τα βράχια ξερριζόνονταν από το βάδισμά του, Κι’ έφευγε σαν την αστραπή, κι’ έτρεχε σαν τ’ αγέρι. Έτρεχε αδιάκοπα μπροστά, σαν άγρια τρικυμία… Δώδεκα οργυιές το βήμα του, το πήδημα σαράντα. Κι’ όταν επαραβιάζονταν στο χώμα δεν πατούσε. Τ’ αγροίμια ξεφωλιάζονταν, προντούσαν τ’ αγριοπούλλια, Κι’ ο κουρνιαχτός σηκόνονταν και πήγαινε τ’ αψήλου, Σα να είταν σύννεφο βαρύ, μαύρος καπνός κι’ αντάρα… Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε και γοργοπερπατούσε, Ένα θεριό καβάλλησε κι’ έπιασε εφτά λιοντάρια, Ξελάκκωσε τρία Βουνά, τα τρία στην αράδα, Και μες στα ξελακκώματα γύρισε εννιά ποτάμια, Ποτάμια γοργορρέματα μ’ αφρούς και καταράχτες, Κι’ έτρεχαν χώρες και χωριά, κι’ έτρεχαν πολιτείες Να ιδούν της Χήρας το παιδί, να ιδούν το παλληκάρι, Που διάβαινε σα διοσημειό, δα θεϊκό μεγάλο. Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα. Σειώνταν η γη στο διάβα του, φουρτουνιασμένη μαύρη, Κι’ αχολογούσαν τρόγυρα λακκώματα και κόρφοι, Κι’ εκεί που γοργοδιάβαινε λακκές και μεσοβούνια, Ξέκοψε χίλια αγριόγιδα και τάκανε μια στάνη… Τα βόσκησε μες τους γκρεμούς και τάρμεξε στα πλάγια, Κι’ έβγαλε τ’ αγριοβούτυρο
τάριλιον τα ά μεατπ αΚ ιωσ , αίπ  τΜεο,ύρμαι ρρτσορπμ αδιγόιργαΣανκεραυισμένα αγεγτ  όν ςασάλγιλάου τάμοτ πιαικ ρφα ερτ ατάχαια τνράζα εάνκγέρνωνα σ κοννταιδιγόιργαέρτ αν αΚα, υνχοιο λται  οοτ νοπύλ νοτμ όχτο, Σαν αγριεμτ άτ ,υοαιΚσύοχ ηεννά α τσα που ςητσ εσωγύζοτνοεκν ταόΚι, λιιάρκγοτα ιεσ σ άπ πουσσα,θάλαένη ,ηάδ εΜ ρτοκυογαναε λυ γρχ αησίνρτγαύοιδογ ,νΈ α τον ΠύρΚορασιάςε ανέξτρενύμροχανάρυο νό υοΠ ,οιμ ένή, σκοπναν υσήνιμαα ηωφιθτσς,τααι κορ χεροπςατνιακ ροχ νούετ αρκούδια,Πηδώ ατσ ολπγά ιοτ υκι έπηξε τβαρά κγε ταιβαράργα ύτοιΚ.ιρτ ιαραβοτά τΣα σύσε ιό εγκ ρπσοολμ αν σς,κόβόιογρ α ςανυοφύιτχαμορτάρμεξα σύς και τ ςκγερομμ ςετ υοόσ βσακη, νηΤα» αιμ άτσ άτιαανακδα κιόγι αγρίλιαασχ Έ αμι» κηράλλπαι κας ρόγε, ςοφρομώ ικ ςοιξ.α» Ε ώγε μίιαά ρισαεννιά ποτάμιεξ ακκαλταμώύγ αα,άδ Κ » μαι τεςρταίτ  α νρασ ητά ξεβουνωσα,λάκκ,αιράτνο αίρΤ » αλι κά,λια ωσύσ νητλλοπλήζ  αιεταοντι ουήβίνβα ραοκδύαιμ υοτ  από τηια, » Κιοχ ωάδυογαρτ ναΣάγπλα στε υνύορεάνασια όνκ ρευα, » ούναουρτ τηφαι καλ πκάλη, ριχΈ »ωφ ωτ ήνκ νοώ είμαι άξιος κι μώροοφ,ςγ ρεςόκο υρύτ τξαπη έτοιργα γΕ ».ιρύλάγιτα π Κ α, »αλτ βέαγοιοβαργόρ Κηςστη ησντπάα νητ ενιδώΠ ,υοξιοςαι ά είμ Εγώιδ«.γαύο ορτςητ ικοντρό  Τσηρμα ν ύοκατχεσςόκιά φωνή τη γλυκειυοκ ιατ γαύοιδτ υρόθ ιο συβσ ιοβ γλα όανυ,τοω ύρσ άτλόςοπ ορηθεκν, Οτήκαμος  κόσαινόυοβ ήθαβενακτώπααςντΤ, ηδ αυο ςήζελαιΣ,πωσά, πο την πολλή τιώ ςοκ ά ιξμίιας καγερόος, μορφΕ » ιράκηλλαπ ιριθεα εψήκλλβακαέ ρδμα α,υ» Κ ιαστραπή,σαν την σ αξτ ναικ ερτέ Ε » εγώαγ ι.έρα σαίδηρες, βέργχάυο »ρΒλλύο ςοπίζρρξες  τμεα ωσαπρεπ νηομ άισητ κι ώμορφος, γεόρ ςακ ιαπλλκηρά »ισπ Έα ασ τμεέχ α αιρ υομσ αττο δ με της εξί νχιε ηίρηψάλα όπ Κη,άπαγ του ταινητ οπ ν νήλλοπ  θύρες, Πασίχαραναο  ιισηδέρινςεύρ Πυ γοοίανηκχτιρέχ εΜ.ςαιμυοτ  υίχ ,οΠέμηνυγερπολυτην ης, να τώβαρρα νητ ιεζάγ Βω,ίσ πιαάρντιοαμώκηθακιλιοφ ρα, Και χίζητούσαν ιοι νητιακ λίχ ύρεγανευοιλιην τλάγεμ άρΕ « : ηαιίσ εσραντ ά οπί ευοε γαλαμναμό κλιασε χααι μ ςόλυομ[Γ» ,ταιίσ ε άαιοςξιι κ,ςπ υοή εθαλ ,σε είσαι κι ο καάτ κρηΚόη ι Κν,βέτακ ήλυα ητσ ω λαλκανευστή ακοζίυο ααπανν ύοεμη  τσχμοκααγά,λιΚ ,ητ ιαλοβονέμηάτη, Καιηκε τρεχξι εητ ντ υοά ονω,άρ Γ »τιαίμ ενυγ ακία αν π εσρφος, γερός καιπιαά ιξςοκ ιώ ομ π ηρηΚόευύρυγολιράκηλλα η ιΚ»!νή τη φωΚαι ου, ργιοητ ,ςατ ώκτνμάτνηφρορυΚ επ ά Έ.»α,βγηδ αιαόν ! »βΈαγ υύΠγρυορασιά το, και Κομγαρφορηδισ οτ υσοι ύραθαρ πτο σμοιαέ χρπ ςωδιςή με α να» Γιένο, ,αΝι ήδοτ νιννο οπώρχονταν γυνα ακίτ ανπ νη,ηράι Κμα άον τίδ ευοθ  ετσ ύητρεοιη κα ράχάρη,βαλλγατ εΜ  αδιγόιρά,στρομπ λταε  μ τραγούδτο γλυκόυοχ νύνο ιοτ,υπ ο,ρι βΣαν ταθάκαόραγηρενησύρραγ ια γαρένμαρμ οε ατ ιτεέι,αΠ ύονρσα, ροθυράπαο στιφάλα ονέμσαψιδ 
(1) «Οι Μοίρες οι σκληρόκαρδες την είχανε μοιράνει…» Την πρώτη βραδειά που γεννηθή ένα παιδί, αγόρι ή κορίτσι, έρχονται οι τρεις Μοίρες (α) και του λεν τη μοίρα του. Οι μάννες, γνωρίζοντας τον αλάθευτο ερχομό των Μοιρών, προσπαθούν να κοιμούνται για να μην ακούσουν, από φόβο μην ακούσουν κακά προφητέματα. Καμμιά φορά οι Μοίρες, αλλά πολύ σπάνια, αφίνουν και δώρα, προ πάντων δαχτυλίδι, γι’ αυτό κι’ οι μάννες το πρωί ψάχνουν στο στρώμα του παιδιού μην εύρουν τίποτε. (2) «Μόνον της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας»… Στην Ήπειρο, σε πολλά τραγούδια και παραμύθια σώζεται ακόμα η ανάμνηση του Διγενή Ακρίτα, ως Γυιού της Χήρας. Αυτό μ’ έκανε να δώσω αυτό τ’ όνομα στον «Αντρειωμένο» μου. (3) Απ’ αυτά κι’ έμεινε στο Λαό η φράση: «Τα τρία κακά της Μοίρας του».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΣ ΣΤΟΝ «ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΟ»
ομώ ςοφρεγ , ςόρι καλλπαάρηκ»ι!
  • Univers Univers
  • Ebooks Ebooks
  • Livres audio Livres audio
  • Presse Presse
  • Podcasts Podcasts
  • BD BD
  • Documents Documents